Της Μίνας Ιωαννίδου // *
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα ήσυχο λιβάδι. Όμορφα αγριολούλουδα χαίρονταν τη φιλοξενία του και κατακόκκινες παπαρουνίτσες τιτίβιζαν φλύαρα απ’ το πρωί ως το βράδυ. Ήταν όλα τόσο χαρούμενα απ’ τα δώρα της φύσης που δεν ήθελαν να ζητήσουν τίποτα περισσότερο.
Σε μια γωνιά, τίναζε τα φτεράκια της μια μικρή παπαρούνα και χόρευε με το απαλό αεράκι. Κάθε τόσο
ψήλωνε το λαιμουδάκι της να δει πέρα μακριά τον κάμπο. Ήθελε να μάθει τι γινόταν παραπέρα. Τι χρώμα είχαν τα άλλα λιβάδια και πώς έπαιζαν εκεί τα αγριολούλουδα. Κι όσο ψήλωνε το λαιμουδάκι της, τόσο ψήλωνε κι αυτή. Σε λίγο καιρό, είχε γίνει πια τόσο ψηλή, που ξεχώριζε απ’ όλο το λιβάδι. Οι φίλες της οι άλλες παπαρούνες που μέχρι εκείνη τη στιγμή την αγαπούσαν γιατί ήξερε και τους έλεγε τα πιο ωραία παραμύθια, άρχισαν να δυσφορούν. Πότε τις ενοχλούσαν οι μεγάλες ρίζες της που τους ρουφούσαν λέει λαίμαργα το δροσερό νερό, πότε τις ενοχλούσαν τα μεγάλα της πέταλα που τους έκρυβαν τον ήλιο. Κι άλλα τέτοια μικροπράγματα, που όμως φάνταζαν θεόρατα. Η ψηλή παπαρούνα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί την απέφευγαν. Τι λάθος είχε κάνει. Πολλές φορές μάλιστα την έσπρωχναν τάχα με τρόπο φιλικό μα όχι και τόσο ευγενικό. Κι ένα πρωινό που δε είχε ύπνο, τις άκουσε να μιλάνε ψιθυριστά και να την κακολογούν.«Ααα τι ψωνισμένη! Τι νομίζει πως είναι; Ακόμα μια παπαρούνα σ’ ένα λιβάδι. Κοίτα την πώς κορδώνεται, θαρρείς να φτάσει στον ουρανό». Έλεγε η μία.
« Ναι καλέ! Όλη μέρα με το κεφάλι ψηλά, ούτε που μας καταδέχεται. Ψηλομύτα παιδάκι μου. Νομίζει πως είναι η καλύτερη. Λες και θα κερδίσει κανένα βραβείο. Δε βλέπει που έτσι όπως κατάντησε δεν τη θέλει κανείς». Απαντούσε η άλλη.
Αυτά άκουσε κι άλλα πολλά κι άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα όμως, πότιζαν το κορμάκι της κι όλο ψήλωνε. Θύμωνε τότε με τον εαυτό της που ήταν τόσο ψηλή και τραβούσε το χώμα για να μαζευτεί. Τι κακό είχε κάνει και ψήλωνε τόσο; Αυτή το μόνο που ήθελε, ήταν να μαθαίνει όλο και πιο πολλά. Να σηκώνει το κεφαλάκι της για να γνωρίσει όσα μπορούσε περισσότερα. Στο τέλος αποκαρδιωμένη θύμωνε με όλους κι ούτε στην μικρή κάτασπρη πεταλουδίτσα που ερχόταν να παίξει μαζί της έδινε σημασία. Μια μέρα μάλιστα την αποπήρε έτσι όπως της φιλούσε τα πέταλα. «Άσε με ήσυχη! Δε θέλω κανέναν». Της είπε. Η κάτασπρη πεταλούδα ξαφνιάστηκε, μα δεν της θύμωσε. Αύριο που θα ξαναρχόταν η φιλενάδα της θα είχε συνέλθει.
Η σοφή βελανιδιά που κοίταζε από ψηλά την ψηλή μας παπαρούνα, στην αρχή δε μιλούσε. Την άφηνε να περάσει απ’ όλα τα στάδια του πόνου, γιατί ήξερε, πως έτσι θα γινόταν δυνατή και δε θα είχε ανάγκη παρά μόνο τα δικά της φτερά. Όταν όμως το κακό παρατράβηξε, αποφάσισε να της μιλήσει.
«Όμορφή μου παπαρούνα, τι σε στεναχωρεί;» της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε.
«Δεν είμαι στεναχωρημένη!» είπε με στόμφο. « Θυμωμένη είμαι!»
«Καλά κι ο θυμός, ένα κρυμμένο δάκρυ είναι» απάντησε η βελανιδιά και με τον ίσκιο της τής χάιδεψε το κεφαλάκι.
« Δεν ξέρω τι κακό έκανα. Θα πρέπει να ντρέπομαι που είμαι τόσο ψηλή; Έχει τόσα θαύματα η ζωή κι εγώ θέλω να τα γνωρίσω», είπε με παράπονο.
« Το ξέρω» είπε σκεφτική η βελανιδιά, «όμως οι περισσότεροι δεν αντέχουν να τους ξεπερνάνε οι άλλοι. Νιώθουν κίνδυνο και θέλουν να τους αφανίσουν. Φαντάσου κάποτε, ένα βασιλόπουλο που ρώτησε τον πατέρα του τι θα έπρεπε να κάνει για να διατηρήσει το βασίλειό του, εκείνος του είπε να κόψει όλε τις ψηλές παπαρούνες!»
«Μα αυτό είναι άδικο!»
«Και ποιος σου είπε πως η ζωή είναι δίκαιη; Υπάρχουν όμως και κάποιοι που στέκονται δίπλα σου χωρίς να απειλούνται από το ύψος σου. Να όπως η φίλη σου η άσπρη πεταλούδα».
«Νομίζω πως την έχασα κι αυτή, έτσι όπως της μίλησα», είπε η παπαρούνα κι έσκυψε το κεφάλι.
«Ψηλά το κεφάλι μικρή μου! Οι αληθινοί φίλοι δε φεύγουν. Μένουν εκεί και περιμένουν με υπομονή να ξανακερδίσεις τα φτερά σου. Και σιγά-σιγά, αρχίζεις να βλέπεις κι άλλους αόρατους έως τότε φίλους, που πάντα σε θαύμαζαν κι ήθελαν τη συντροφιά σου».
«Αλήθεια, λες να έχω κι εγώ τέτοιους;» ρώτησε με αγωνία η ψηλή παπαρούνα.
«Ποιος σε χαιρετάει κάθε πρωί και δίνει ένα γλυκό φιλί στα πέταλά σου;»
«Ο ήλιος!» Απάντησε όλο χαρά η παπαρούνα.
«Και ποιος σε λικνίζει απαλά μέχρι να σε νανουρίσει;» ξαναρώτησε η βελανιδιά.
«Το απαλό αεράκι. Μα κι η πρωινή δροσιά με γλυκοφιλά κι η μελισσούλα μου τραγουδάει και το φεγγάρι κάθε βράδυ με παρηγορεί πλέκοντάς μου ασημένια σκουφάκια».
«Είδες πόσοι σ’ αγαπάνε; Κι αυτούς δεν τους ενοχλεί το ύψος σου, ίσα-ίσα χαίρονται που έχουν συνοδοιπόρο στα ψηλά τους πετάγματα. Πέτα λοιπόν μικρή μου στα ουράνια και μη σκέφτεσαι ποιος θα σ’ ακολουθήσει. Δίπλα σου είναι πάντα όποιος ξέρει και μπορεί».
Η Ψηλή Παπαρούνα τέντωσε το λυγερό κορμάκι της κι έφτασε στον ουρανό. Χαιρόταν πια και το ύψος της και χόρευε με τ’ αστέρια.
Και φυσικά έζησε πολύ καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα…
https://www.fractalart.gr/i-psili-paparoyna/
*Η Μίνα Ιωαννίδου είναι δασκάλα, με μεταπτυχιακό στην Παιδαγωγική Ψυχολογία. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο: «σε σκοτεινό θάλαμο», αυτοέκδοση. Εκτός από ποιήματα, της αρέσει να γράφει παραμύθια για μικρά και μεγάλα παιδιά. Πιστεύει πως αν σωθεί το παιδί δίπλα αλλά και μέσα μας, υπάρχει ελπίδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου